-
1 ἀπο-τρέπω
ἀπο-τρέπω, abwenden, von Hom. an überall; λαόν Il. 11, 758, machen, daß das Volk umkehrt; τινά τινος, von etwas abwenden, abhalten, 12, 249; τὰ ἐπιόντα Her. 8, 29 u. öfter; ein Unglück abwenden, verhüten, συμφοράν, βλάβην, ἀλαζόνας Plat. Phaedr. 231 d Gorg. 509 b Charm. 173 c; καὶ οὐκ ἐᾷ πράττειν Theag. 128 d; τινός Apol. 31 b; τῆς κακουργίας Thuc. 6, 38; τῶν ἁμαρτημάτων Isocr. 4, 130; τῆς ἀλαζονείας Xen. Mem. 1, 7, 1; τῶν χειρίστων Pol. 11, 10, 1; abwehren, Ggstz προτρέπω, Arist. rhet. 1, 3; ἀπ' ὠφελίμων ibd.; c. inf., τὸ μὴ πορεύεσϑαι Her. 1, 105; ἀποτρέψαι τἀληϑὲς δηλοῠν Dem. 60, 26. – Med. von sich abwenden, zurückschlagen, Plut. Brut. 42. – Pass. mit aor. II. med., sich abwenden, bes. umkehren, zurückweichen, οὐδὲ ἀπετράπετ' οὐδ' ἀπίϑησεν Iliad. 12, 329; ὅϑεν αὖτις ἀπετράπετο 10, 200; Thuc. 6, 65; Xen. Cyr. 8, 6, 16 Hell. 6, 5, 23; ἐκ τῶν κινδύνων Thuc. 2, 40; vgl. 3, 68; πρὸς ϑυσίαν Plut. Rom. 7; οὐκ ἀποτρέψομαι λέγειν τι, ich werde mich nicht abhalten lassen, Dem. prooem. 23; vgl. Eur. Or. 410; τί, etwas verabscheuen, Aesch. Spt. 1032 Eur. I. A. 336.
-
2 ἄ-τῑμος
ἄ-τῑμος ( τιμή), 1) ungeehrt, verachtet, entehrt, ἀτιμοτάτη ϑεός Il. 1, 516; Folgde; τινός, einer Sache unwerth geachtet, Aesch. Spt. 1015; vgl. Ag. 360; Soph. O. R. 789; γερῶν, beraubt, thuc. 3, 58; schimpflich, πληγή Plat. Gorg. 527 d; ἔργα Legg. IX, 866 e; ἀτιμοτέρα ἕδρα, ein minder ehrenvoller Platz, Xen. Cyr. 8, 4, 5. – 2) nicht mit Geldwerth abgeschätzt, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις, du verzehrst dessen Vermögen ohne Ersatz, Od. 16, 431; ungestraft, μηδ' ἐφ' ἑνὶ τῶν ἁμαρτημάτων Plat. Legg. 855 a; vgl. Aesch. Ag. 1420. – 3) der bürgerlichen Rechte beraubt, bes. in Athen ein durch Gesetz u. Richterspruch ganz od. zum Theil seiner bürgerlichen Rechte verlustig u. für ehrlos erklärter Bürger, nächst Tod u. Verbannung die härteste Strafe, gew. Ggstz ἐπίτιμος, auch ὅμοιος, Xen. Cyr. 1, 2, 24. Oft bei Xen. u. Rednern, ἄτιμον τῆς πόλεως καϑιστάναι Lys. 12, 21; vgl. bes. Andoc. 1, 75 ff,; Dem. setzt hinzu καὶ μηδενὸς τῶν κοινῶν μετέχειν 15, 32; ἄτιμος τοῦ συμβουλεύειν, der von den Rathsversammlungen ausgeschlossen ist, 15, 33; vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 124 Böckh Staatsh. p. 409. Vgl. noch Dem. 9, 42 ἄτιμος καὶ πολέμιος τοῦ δήμου, von Einem, der ungestraft getödtet werden darf, geächtet, was 44 erklärt ist καϑαρὸς ὁ τοῦτον ἀποκτείνας; Harpocr. ὁ ἀποκτείνας οὐχ ὑπόκειται ἐπιτιμίῳ.
-
3 πάρ-εσις
πάρ-εσις, ἡ, das Vorbeilassen, Durchlassen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; auch das Entlassen, Dion et Brut. 2; Erschlaffung, Symp. 5, 5, 2; – τῶν άμαρτημάτων, Erlassen, N. T.
-
4 διά-κρουσις
διά-κρουσις, ἡ, 1) Aufschub, Verzögerung, Dem. 54, 27. 29. – 2) Abwendung der Gefahr, Plut. Coriol. 19; – καὶ φυλακὴ τῶν ἁμαρτημάτων de cohib. ira 12.
-
5 ἀπο-γίγνομαι
ἀπο-γίγνομαι (s. γίγνομαι), 1) fern, abwesend sein, τῆς μάχης, nicht in der Schlacht zugegen, Her. 9, 69; τῶν ἁμαρτημάτων Thuc. 1, 39; Ggstz παραγίγνεσϑαι Plat. Soph. 247 a u. öfter. – 2) sich entfernen, weggehen, Ggstz προςγίγνομαι Plat. Tim. 82 b; so Thuc. 2, 98, wo es den Begriff von umkommen, sterben hat, wie Her. 2, 136. 5, 4; Thuc. 2, 34 Dem. 43, 57.
-
6 ἀξία
ἀξία (s. ἄξιος), ἡ, Werth, Preis einer Sache, φορτίων Her. 4, 196; διπλασίαν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου κομιζέσϑω Plat. Legg. XI, 936 d; ἔλαττον τῆς ἀξίας, unter dem Preise, Xen. Mem. 1, 6, 11 u. öfter; dah. Census, Pol. 2, 62. Uebh. das Jedem Gebührende, ὑποτελεῖν τὴν ἀξίην βασιλέϊ Her. 4, 201; von verdientem Lobe, τῆς ἀξίας τιμήσομαι Plat. Apol. 36 b; τὴν ἀξίαν κομίζεσϑαι Rep. X, 615 c; von verdienter Strafe, τὴν ἀξίην λαβεῖν Her. 7, 39; προςάπτειν ἑκἀστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν Plat. Legg. IX, 876 d; so τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. Am üblichstensind die Vrbdgn κατ' ἀξίαν, nach Gebühr, nach Würdigkeit, Plat. u. Andere; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας ὠφελεῖν τοὺς φίλους Xen. Cyr. 8, 4, 32, nicht in einer dem Vermögen angemessenen Weise; πρὸς τὴν ἀξίαν ib. 8, 4, 29; παρὰ τὴν ἀξίαν, ohne Verdienst, ohne Verschulden, Thuc. 7, 77; εὖ πράττειν Dem. 1, 23; δεδουλωμένοι 2, 28; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν τὴν ἑαυτοῦ πεποίηκε 2, 3, wie Eur. Herc. fur. 146. – Würde, auch äußere, wie ἀξίωμα, ἐπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας Pol. 39, 2; οἱ ἐπ' ἀξίας, die Würdenträger, Luc. Nigr. 24. – Bei den Stoikern das Sittlichgute, honestum. – Bei Sp. auch Verlangen, Wille, wie ἀξίωσις, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Diod. S. 14, 10.
-
7 ἐπ-αν-όρθωμα
ἐπ-αν-όρθωμα, τό, Verbesserung, τὸ ἐπ. μεῖζον ἁμάρτημα ἔχει ἢ ὃ ἐπανορϑοῖς Plat. Prot. 340 d; τῶν ἁμαρτημάτων Dem. 25, 16; τὸ ἐπιεικὲς ἐπ. τοῦ νομίμου δικαίου, Nachhülfe, Arist. Eth. 5, 10.
-
8 ἔμ-φραγμα
-
9 πάρεσις
πάρ-εσις, ἡ, das Vorbeilassen, Durchlassen; auch das Entlassen; Erschlaffung; τῶν άμαρτημάτων, Erlassen -
10 συγ-γνώμων
συγ-γνώμων, ον, 1) verzeihend; τῶν εἰρημένων συγγνώμονα εἶναι, Eur. Med. 870; ϑεοὺς παραιτήσῃ συγγνώμονάς σοι εἶναι, εἴ τι παρημέληκας, Xen. Mem. 2, 2, 14; ἁμαρτημάτων συγγν. καὶ πρᾷος, Cyr. 6, 1, 37; τὸ ἐπιεικὲς καὶ ξύγγνωμον, Plat. Legg. VI, 757, d, vgl. X, 906 c; συγγνώμονες ἔστε, gewähret, Thuc. 2, 74; – pass. was Verzeihung verdient, verzeihlich, erlaubt, ξ ύγγνωμόν τι γίγνεσϑαι καὶ πρὸς ϑεοῠ, Thuc. 4. 98. – 2) übereinstimmend, derselben Meinung; App. B. C. 2, 122; Plut. Cleom. 10.
-
11 κατα-πλήξ
κατα-πλήξ, ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Uebermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Ggstz von ἀναίσχυντος, ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit περιδεής u. ἄτολμος verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων ἤδη καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.
-
12 καθαρεύω
καθαρεύω, rein sein, sich rein, unbefleckt halten; ὅςτις γνώμῃ μὴ καϑαρεύει Ar. Ran. 355; Plat. Phaed. 58 b; οἴκησις Legg. VI, 759 c; φόνου καϑαρεύων καὶ δεσμοῦ καὶ φυγῆς Ep. VIII, 356 e; ἁμαρτημάτων Plut. Cat. min. 24; ὀνείδους Luc. am. 22; τῶν οὐ καϑαρευόντων Dem. 59, 78; καϑαρεύειν περί τι, sich in Beziehung auf Etwas rein halten, Pol. 6, 56, 15. – Vom Styl, D. Hal. iud. de Lys. 2; ὧν καϑαρευτέον, wovon man frei sein muß, Luc. conscr. hist. 6.
-
13 μετά-θεσις
μετά-θεσις, ἡ, das Umsetzen, die Umstellung, τῶν ῥημάτων, Din. 24, 84 u. oft bei den Rhett.; auch das Uebertreten zu einer andern Partei, ὴ μετάϑεσις πρός τινα, Pol. 5, 26, 8; die Veränderung übh., Sinnesänderung, ἐκ μεταϑέσεως, 30, 18, 2; ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον μετ., 1, 35, 7; dah. Verbesserung, ἁμαρτημάτων, 5, 11, 5; – von Waaren, der Umsatz, 10, 1, 8. – Bei Plut. frat. amor. 9 ὀνομάτων μετ., eine Art Euphemismus, wenn man z. B. für ῥᾳϑυμία ἁπλότης sagt. – Bei Gramm. Buchstabenversetzung.
См. также в других словарях:
ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… … Dictionary of Greek
бремѧ — БРЕМ|Ѧ (77), ЕНЕ с. 1.Тяжесть, груз: идоуще поутьмь тѣ. коупьци на возѣхъ съ бремены тѩжькы. ЖФП XII, 31а; все т˫ажькоѥ оутробѣ. ˫ако нѣкоѥ брѣм˫а и ноужениѥ. ѡ(т)враща˫а. (ἄχϑος) ЖФСт XII, 41; животьно крѣпоко. и сильно тѣломь. оуложено… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek
въмѣститисѧ — ВЪМѢ|СТИТИСѦ (43), ЩОУСѦ, СТИТЬСѦ гл. 1.Уместиться, поместиться; вселиться: преславьно велиѥ како въмѣстисѩ. въ ѹтробѹ твою богъ. Стих 1156–1163, 106; то же Мин XII (июль), 116 об.; [о Христе] вьсе въ нѥмь въмѣстивъшеѥсѩ б҃жьствьноѥ си˫аниѥ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξομολογώ — (AM ἐξομολογῶ, έω) [εξομολόγος] Ι. ακούω την εξομολόγηση, την αποκάλυψη τών αμαρτημάτων κάποιου ΙΙ. μέσ. εξομολογούμαι (AM ἐξομολογοῡμαι, έομαι) 1. ομολογώ τα αμαρτήματά μου στον πνευματικό για να συγχωρηθούν 2. ομολογώ, αποκαλύπτω νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek