Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τῶν άμαρτημάτων

См. также в других словарях:

  • ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …   Dictionary of Greek

  • бремѧ — БРЕМ|Ѧ (77), ЕНЕ с. 1.Тяжесть, груз: идоуще поутьмь тѣ. коупьци на возѣхъ съ бремены тѩжькы. ЖФП XII, 31а; все т˫ажькоѥ оутробѣ. ˫ако нѣкоѥ брѣм˫а и ноужениѥ. ѡ(т)враща˫а. (ἄχϑος) ЖФСт XII, 41; животьно крѣпоко. и сильно тѣломь. оуложено… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς …   Dictionary of Greek

  • въмѣститисѧ — ВЪМѢ|СТИТИСѦ (43), ЩОУСѦ, СТИТЬСѦ гл. 1.Уместиться, поместиться; вселиться: преславьно велиѥ како въмѣстисѩ. въ ѹтробѹ твою богъ. Стих 1156–1163, 106; то же Мин XII (июль), 116 об.; [о Христе] вьсе въ нѥмь въмѣстивъшеѥсѩ б҃жьствьноѥ си˫аниѥ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εξομολογώ — (AM ἐξομολογῶ, έω) [εξομολόγος] Ι. ακούω την εξομολόγηση, την αποκάλυψη τών αμαρτημάτων κάποιου ΙΙ. μέσ. εξομολογούμαι (AM ἐξομολογοῡμαι, έομαι) 1. ομολογώ τα αμαρτήματά μου στον πνευματικό για να συγχωρηθούν 2. ομολογώ, αποκαλύπτω νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • προσκλαίω — Ν ΜΑ, και προσκλαίγω Ν κλαίω μαζί με άλλον για κάτι νεοελλ. 1. παρακαλώ κλαίγοντας 2. μέσ. προσκλαίομαι και προσκλαίγομαι μεμψιμοιρώ, κλαίγομαι, παραπονιέμαι μσν. κλαίω, θρηνώ μπροστά σε κάποιον μσν. αρχ. θρηνώ μπροστά στον θεό αρχ. 1. κλαίω και… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»